- μελίχρους
- -ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους -ουν και -οος, -οον, Α και μελλίχρους, -ουν, Μ και μελίχροιος, -ον)αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελήςμσν.μελαχρινόςαρχ.1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι, γλυκός («μελίχρουν οἶνον πινέτω», Ιπποκρ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελίχρουςείδος πολύτιμου λίθου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + χροῦς, χρωτός (πρβλ. ξανθό-χρους)].
Dictionary of Greek. 2013.