μελίχρους

μελίχρους
-ουν (ΑM μελίχρους και μελιτόχρους -ουν και -οος, -οον, Α και μελλίχρους, -ουν, Μ και μελίχροιος, -ον)
αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, μελίχρωμος, μελής
μσν.
μελαχρινός
αρχ.
1. αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι ή που έχει γλυκαθεί με μέλι, γλυκός («μελίχρουν οἶνον πινέτω», Ιπποκρ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μελίχρους
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + χροῦς, χρωτός (πρβλ. ξανθό-χρους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μελίχρους — honied masc/fem nom pl μελίχρους honied masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίχρουν — μελίχρους honied masc/fem acc sg μελίχρους honied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίχροι — μελίχρους honied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίχρως — μελίχρους honied adverbial μελίχρως honey coloured masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίχροιος — μελίχροιος, ον και μελιχρους, ουν (Μ) βλ. μελίχρους …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • μελιτόχρους — μελιτόχρους, ουν και, οος, οον (ΑM) βλ. μελίχρους …   Dictionary of Greek

  • μελιχρώδης — μελιχρώδης, ῶδες (Α) [μελιχρός] 1. αυτός που έχει χρώμα κίτρινο σαν το μέλι, μελίχρους, μελής 2. μελαχρινός …   Dictionary of Greek

  • μελλίχρους — μελλίχρους, ουν (Α) βλ. μελίχρους …   Dictionary of Greek

  • μελιχρόοις — μελίχροος honied masc/fem/neut dat pl μελίχρους honied masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”